Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεκδίκηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεκδίκησ|η <-εις> [ðiɛkˈðicisi] SUBST θηλ

1. διεκδίκηση:

διεκδίκηση
Anspruch αρσ
διεκδίκηση κληρονομιάς

2. διεκδίκηση (στον πολιτικό χώρο):

διεκδίκηση
Forderung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διεκδίκηση

διεκδίκηση θηλ κληρονομιάς
διεκδίκηση κληρονομιάς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский