Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διείσδυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διείσδυσ|η <-εις> [ðiˈizðisi] SUBST θηλ (εισχώρηση)

διείσδυση
Eindringung θηλ
διείσδυση στην αγορά ΟΙΚΟΝ
βάθος ουδ διείσδυσης ΜΗΧΑΝΙΚΉ
Eindringtiefe θηλ
διείσδυση θηλ
Penetration θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διείσδυση

διείσδυση στην αγορά ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский