Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προ|βάλλω <-βαλα, -βλήθηκα> [prɔˈvalɔ] VERB μεταβ

1. προβάλλω (τονίζω):

προβάλλω

2. προβάλλω (αντιρρήσεις):

προβάλλω
προβάλλω αντιρρήσεις
προβάλλω βέτο σε κάτι

3. προβάλλω (πρόφαση):

προβάλλω

4. προβάλλω (ταινία):

προβάλλω

II . προ|βάλλω <-βαλα, -βλήθηκα> [prɔˈvalɔ] VERB αμετάβ (εμφανίζομαι)

προβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский