Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προβάρ|ω <-ισα> [prɔˈvarɔ] VERB μεταβ

1. προβάρω (ρούχο):

προβάρω

2. προβάρω (κάνω μια δοκιμή):

προβάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский