Ελληνικά » Γερμανικά

σκλήρωσ|η <-εις> [ˈsklirɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

κληρικός [kliriˈkɔs] SUBST αρσ

κληροδότης (κληροδότρια) [klirɔˈðɔtis, klirɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κληροδοσία [klirɔðɔˈsia], κληροδοσιά [klirɔðɔˈsça] SUBST θηλ

κληροδόχος [klirɔˈðɔxɔs] SUBST mf

Erbe αρσ (Erbin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский