Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκλήρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκλήρωσ|η <-εις> [ˈsklirɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

σκλήρωση
Sklerose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский