Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκληρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκληρύνω

σκληρύνω s. σκληραίνω

Βλέπε και: σκληραίνω

I . σκληρ|αίνω <-υνα, -ύνθηκα> [skliˈrɛnɔ] VERB μεταβ και μτφ

II . σκληρ|αίνω <-υνα, -ύνθηκα> [skliˈrɛnɔ] VERB αμετάβ και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский