Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατεργάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατεργάρ|ης <-α, -ικο> [katɛrˈɣaris] ΕΠΊΘ

1. κατεργάρης (πανούργος):

κατεργάρης

2. κατεργάρης (έξυπνος):

κατεργάρης

II . κατεργάρ|ης <-α, -ικο> [katɛrˈɣaris] SUBST αρσ/θηλ

1. κατεργάρης (ο πονηρός):

κατεργάρης
Schlitzohr ουδ

2. κατεργάρης (αστεία προσφώνηση):

κατεργάρης
Gauner αρσ
κάθε κατεργάρης στον πάγκο του

Παραδειγματικές φράσεις με κατεργάρης

κάθε κατεργάρης στον πάγκο του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский