Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατεργάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατεργά|ζομαι <-στηκα> [katɛrˈɣazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. κατεργάζομαι (παράγω προϊόν από κάποια ύλη: δέρμα κτλ):

κατεργάζομαι

2. κατεργάζομαι (δουλεύω κάτι: ξύλο κτλ):

κατεργάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский