Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|έρχομαι <-ήλθα> [kaˈtɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

1. κατέρχομαι (έρχομαι προς τα κάτω):

κατέρχομαι

2. κατέρχομαι (συμμετέχω):

κατέρχομαι σε
teilnehmen an +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский