Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατατρομάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατατρομά|ζω <-ξα, -γμένος> [katatrɔˈmazɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

κατατρομάζω

II . κατατρομά|ζω <-ξα, -γμένος> [katatrɔˈmazɔ] VERB αμετάβ

κατατρομάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский