Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατατρίβομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατατρί|βομαι <-φτηκα> [kataˈtrivɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. κατατρίβομαι (ξοδεύω άσκοπα το χρόνο):

κατατρίβομαι σε/με κάτι

2. κατατρίβομαι (ξοδεύω άσκοπα τις δυνάμεις μου):

κατατρίβομαι σε/με κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με κατατρίβομαι

κατατρίβομαι σε/με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский