Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταγωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταγωγή [kataɣɔˈji] SUBST θηλ

1. καταγωγή (μιλώντας για τόπο):

καταγωγή
Herkunft θηλ
Herkunftsland ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με καταγωγή

κυτταρική καταγωγή
εθνική καταγωγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский