Ελληνικά » Γερμανικά

κατ|αγράφω <-έγραψα [ή -άγραψα], -αγράφηκα, -αγραμμένος> [kataˈɣrafɔ] VERB μεταβ

καταγράφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский