Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταγέλαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταγέλαστ|ος <-η, -ο> [kataˈjɛlastɔs] ΕΠΊΘ

καταγέλαστος
γίνομαι καταγέλαστος

Παραδειγματικές φράσεις με καταγέλαστος

γίνομαι καταγέλαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский