Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλούπι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλούπι [kaˈlupi] SUBST ουδ

1. καλούπι (για ρευστές ύλες):

καλούπι
Gussform θηλ
όταν βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι ειρων

2. καλούπι ΤΥΠΟΓΡ (σε πρέσα):

καλούπι
Matrize θηλ

3. καλούπι (πρότυπο):

καλούπι
Modell ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με καλούπι

όταν βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι ειρων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский