Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοφαγία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοφαγία [kalɔfaˈjia] SUBST θηλ

1. καλοφαγία (πολυφαγία):

καλοφαγία
Schlemmerei θηλ

2. καλοφαγία (το να τρώει κανείς εκλεκτά):

καλοφαγία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский