Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοβλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλ|οβλέπω <-όειδα [ή -οείδα] > [kalɔˈvlɛpɔ]

1. καλοβλέπω (έχω καλή όραση):

καλοβλέπω

2. καλοβλέπω (βλέπω με καλό μάτι, επιδοκιμάζω):

καλοβλέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский