Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοβαλμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοβαλμέν|ος <-η, -ο> [kalɔvalˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. καλοβαλμένος (καλά φορεμένος):

καλοβαλμένος

2. καλοβαλμένος (για άτομο: κομψός, περιποιημένος):

καλοβαλμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский