Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλωπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καλλωπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kalɔˈpizɔ] VERB μεταβ (ομορφαίνω)

καλλωπίζω

II . καλλωπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский