Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλυντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλυντικ|ός <-ή, -ό> [kalindiˈkɔs] ΕΠΊΘ

καλλυντικός
Kosmetik-
Kosmetikartikel αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский