Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλωπισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλωπισμός [kalɔpizˈmɔs] SUBST αρσ

1. καλλωπισμός (εξωραϊσμός):

καλλωπισμός

2. καλλωπισμός (αυτοπεριποίηση):

καλλωπισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский