Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καθοδηγητής , καθοδηγώ και καθοδήγηση

καθοδηγητής (καθοδηγήτρια) [kaθɔðijiˈtis, kaθɔðiˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καθοδηγητής (καθοδηγήτρια)
Leiter(in) αρσ (θηλ)

καθοδήγησ|η <-εις> [kaθɔˈðijisi] SUBST θηλ

καθοδηγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kaθɔðiˈɣɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский