Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κήρυγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κήρυγμα [ˈciriɣma] SUBST ουδ ΘΡΗΣΚ

κήρυγμα και μτφ
Predigt θηλ
κάνω κήρυγμα σε κάποιον μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με κήρυγμα

κάνω κήρυγμα σε κάποιον μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский