Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάτοικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάτοικος [ˈkatikɔs] SUBST mf

κάτοικος
Bewohner(in) αρσ (θηλ)
κάτοικος (χώρας) αρσ θηλ
Einwohner αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κάτοικος

κάτοικος mf αποικίας
Siedler(in) αρσ (θηλ)
Grenzbewohner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский