Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατοικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατοικ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katiˈkɔ] VERB μεταβ (κάποιον τόπο)

κατοικώ

II . κατοικ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katiˈkɔ] VERB αμετάβ (μένω)

κατοικώ σε
wohnen in +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский