Ελληνικά » Γερμανικά

ιδιωτ|εύω <-εψα> [iðiɔˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. ιδιωτεύω (ζω ως ιδιώτης):

2. ιδιωτεύω (αποσύρομαι από τη δημοσιότητα):

ιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [iðiɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμός [iðiɔtizˈmɔs] SUBST αρσ

ιδιωτικοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [iðiɔtikɔpiˈɔ] VERB μεταβ

τυχοδιώκτης [tixɔˈðjɔktis], τυχοδιώχτης [tixɔˈðjɔxtis] SUBST αρσ, τυχοδιώκτρια [tixɔˈðjɔktria], τυχοδιώχτρια [tixɔˈðjɔxtria] SUBST θηλ

ιδιώτης [iðiˈɔtis] SUBST αρσ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

διοπτρία [ðiɔpˈtria] SUBST θηλ

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский