Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηλυπρεπής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θηλυπρεπ|ής <-ής, -ές> [θiliprɛˈpis] ΕΠΊΘ

1. θηλυπρεπής (γυναικείος):

θηλυπρεπής

2. θηλυπρεπής μειωτ:

θηλυπρεπής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский