Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηλυκός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θηλυκ|ός <-ιά [ή -ή], -ό> [θiliˈkɔs] ΕΠΊΘ

θηλυκός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский