Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηλυκό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θηλυκό [θiliˈkɔ] SUBST ουδ

1. θηλυκό ΖΩΟΛ:

θηλυκό
Weibchen ουδ

2. θηλυκό μειωτ (γυναίκα):

θηλυκό

Παραδειγματικές φράσεις με θηλυκό

θηλυκό γένος ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский