Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηλωμάτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θηλωμάτωσ|η <-εις> [θilɔˈmatɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

θηλωμάτωση
Papillomatose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский