Ελληνικά » Γερμανικά

ηχώ1 <-ς> [iˈxɔ] SUBST θηλ

ηχώ
Echo ουδ
Hallraum αρσ

ηχ|ώ2 <-είς, -ησα> [iˈxɔ] VERB αμετάβ

1. ηχώ (βγάζω ήχο: σάλπιγγα κτλ):

ηχώ

2. ηχώ (ακούγομαι κάπως):

ηχώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский