Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ημερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ημερ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [imɛˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. ημερεύω (ζώο):

ημερεύω

2. ημερεύω (άνθρωπο: καθησυχάζω):

ημερεύω

II . ημερ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [imɛˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

1. ημερεύω (γίνομαι ήμερος):

ημερεύω

2. ημερεύω (ησυχάζω):

ημερεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский