Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ημερήσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ημερήσι|ος <-α, -ο> [imɛˈrisiɔs] ΕΠΊΘ

ημερήσιος
täglich, Tages-
Tagesordnung θηλ
Tagesausflug αρσ
ημερήσιος τύπος
Tagespresse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ημερήσιος

ημερήσιος τύπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский