Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηδονίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηδονί|ζομαι <-στηκα> [iðɔˈnizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ηδονίζομαι
ηδονίζομαι να κάνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ηδονίζομαι

ηδονίζομαι να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский