Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζώνω (δένω πάνω μου):

ζώνω
sich δοτ umbinden

2. ζώνω (περικυκλώνω):

ζώνω

II . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский