Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωντοχήρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζωντοχήρ|ος (-α) [zɔndɔˈçir|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ζωντοχήρος (-α)
ζωντοχήρος (-α)
geschiedene Frau θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский