Ελληνικά » Γερμανικά

ζυγός1 [ziˈɣɔs] SUBST αρσ

1. ζυγός (ζυγαριά):

ζυγός
Waage θηλ
Ζυγός ΑΣΤΡΟΝ
Waage θηλ

3. ζυγός ΑΘΛ:

Stufenbarren αρσ

4. ζυγός ΣΤΡΑΤ:

ζυγός
Glied ουδ

ζυγ|ός2 <-ή, -ό> [ziˈɣɔs] ΕΠΊΘ (αριθμός)

ζυγός
ζυγός αριθμός
gerade Zahl θηλ
ζυγός (κιθάρας) αρσ ΜΟΥΣ
Sattel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ζυγός

Ζυγός ΑΣΤΡΟΝ
Waage θηλ
ζυγός αριθμός
gerade Zahl θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский