Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυγιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζυγιστικ|ός <-ή, -ό> [zijistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ζυγιστικός
Wiege-
Wiegegeräte ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский