Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζεύω <έζεψα, ζεύτηκα, ζευγμένος> [ˈzɛvɔ] VERB μεταβ (βάζω στο ζυγό)

ζεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский