Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζηλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζηλ|εύω <-εψα, -εμένος> [ziˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. ζηλεύω (φθονώ):

ζηλεύω
jdn um etw αιτ beneiden

2. ζηλεύω (ζηλοτυπώ):

ζηλεύω κάποιον

II . ζηλ|εύω <-εψα, -εμένος> [ziˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. ζηλεύω (είμαι ζηλιάρης, αισθάνομαι φθόνο):

ζηλεύω

2. ζηλεύω (είμαι ζηλότυπος):

ζηλεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ζηλεύω

ζηλεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский