Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζεύξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζεύξ|η <-εις> [ˈzɛfksi] SUBST θηλ

1. ζεύξη ΜΗΧΑΝΙΚΉ (σύνδεση):

ζεύξη
Kupplung θηλ
ζεύξη με φλάντζα

2. ζεύξη (με γέφυρα):

ζεύξη

Παραδειγματικές φράσεις με ζεύξη

ζεύξη θηλ με φλάντζα
ζεύξη με φλάντζα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский