Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζαρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζαρώνω (πουκάμισο):

ζαρώνω

2. ζαρώνω (το μέτωπο, τα φρύδια):

ζαρώνω

II . ζαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ζαρώνω (για ρούχα: σχηματίζω ζάρες):

ζαρώνω

2. ζαρώνω (για μέτωπο):

ζαρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский