Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευπρεπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευπρεπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfprɛˈpizɔ] VERB μεταβ

1. ευπρεπίζω (δωμάτιο κτλ):

ευπρεπίζω

2. ευπρεπίζω (την εμφάνιση, τα μαλλιά):

ευπρεπίζω

II . ευπρεπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский