Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευπρεπής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευπρεπ|ής <-ής, -ές> [ɛfprɛˈpis] ΕΠΊΘ

1. ευπρεπής (εμφάνιση):

ευπρεπής

2. ευπρεπής (συμπεριφορά):

ευπρεπής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский