Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερείπιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερείπιο [ɛˈripiɔ] SUBST ουδ

1. ερείπιο (κτίσμα):

ερείπιο
Ruine θηλ
Trümmer πλ
Ruinen θηλ πλ

2. ερείπιο μτφ:

ερείπιο (όχημα) (άνθρωπος)
Wrack ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский