Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερειπωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερειπωμέν|ος <-η, -ο> [ɛripɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ερειπωμένος (από την πάροδο του χρόνου):

ερειπωμένος

2. ερειπωμένος (από βομβαρδισμό ή σεισμό):

ερειπωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский