Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερέθισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερέθισμα [ɛˈrɛθizma] SUBST ουδ

ερέθισμα
Reiz αρσ
εξωτερικό ερέθισμα
äußerer Reiz αρσ
οπτικό/ακουστικό ερέθισμα
εξαρτημένο ερέθισμα ΨΥΧ

Παραδειγματικές φράσεις με ερέθισμα

εξωτερικό ερέθισμα
εξαρτημένο ερέθισμα ΨΥΧ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский