Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβιβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επιβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpiviˈvazɔ] VERB μεταβ

1. επιβιβάζω (σε λεωφορείο):

επιβιβάζω

2. επιβιβάζω:

επιβιβάζω ΝΑΥΣ, ΑΕΡΟ

II . επιβιβάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. επιβιβάζομαι (σε λεωφορείο):

2. επιβιβάζομαι:

επιβιβάζομαι ΝΑΥΣ, ΑΕΡΟ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский