Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβίβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβίβασ|η <-εις> [ɛpiˈvivasi] SUBST θηλ

επιβίβαση
Einsteigen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский